τηγάνισμα

τηγάνισμα
[титанизма] ουσ. о. жарение на сковороде,

Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "τηγάνισμα" в других словарях:

  • τηγάνισμα — το, ΝΜ [τηγανίζω] η ενέργεια τού τηγανίζω, το να τηγανίζει κανείς κάτι μσν. το αποτέλεσμα τού τηγανίζω, το τηγανητό* …   Dictionary of Greek

  • τηγάνισμα — το, ατος το ψήσιμο του φαγητού στο τηγάνι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φριτούρα — η, Ν 1. τηγάνισμα σε λάδι ή σε λίπος 2. μίγμα λίπους και λαδιού για τηγάνισμα 3. τηγανητά ψάρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. frittura «τηγάνισμα»] …   Dictionary of Greek

  • ξεροτηγάνισμα — το [ξεροτηγανίζω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού ξεροτηγανίζω, τηγάνισμα με ελάχιστο λάδι ή βούτυρο 2. το να ξεραίνεται κάτι από το πολύ τηγάνισμα, το παρατηγάνισμα 3. μτφ. συνεχής ταλαιπώρηση …   Dictionary of Greek

  • φριτέζα — η, Ν μαγειρικό σκεύος για τηγάνισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. friteuse (< frise) «σκεύος για τηγάνισμα»] …   Dictionary of Greek

  • φριτούρα — η (λ. ιταλ.) 1. το τηγάνισμα σε ζεματιστό λάδι ή λίπος. 2. μείγμα από λάδι και λίπος για τέτοιο τηγάνισμα. 3. τα τηγανισμένα ψάρια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αποτηγανίζω — (AM ἀποτηγανίζω) νεοελλ. τελειώνω το τηγάνισμα αρχ. μσν. ( ομαι) βασανίζομαι φριχτά μσν. στεγνώνω, στερεύω αρχ. τρώω απ το τηγάνι …   Dictionary of Greek

  • ατηγάνητος — και ατηγάνιστος, η, ο 1. αυτός που δεν τον έχουν τηγανίσει 2. ανεπαρκώς τηγανισμένος, μισοτηγανισμένος 3. ακατάλληλος για τηγάνισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ατηγάνιστος < α στερ. + τηγανιστός < (ρ.) τηγανίζω. Ο δε τ. ατηγάνητος < α στερ. +… …   Dictionary of Greek

  • επανθρακίδες — ἐπανθρακίδες, αι (Α) τα ψάρια που ψήνονται πάνω σε κάρβουνα ή ψάρια για τηγάνισμα («ἡνίκ ἄν ἐπανθρακίδες ὦσι παρακείμεναι», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ανθρακ ίδες «μικρά ψάρια που τρώγονται ψητά»] …   Dictionary of Greek

  • κλίβανος — Ονομασία διαφόρων κλειστών συσκευών, στο εσωτερικό των οποίων δημιουργείται θερμότητα. Οι κ., η χρήση των οποίων είναι γνωστή από παλιά, χρησιμοποιούνται σε μεγάλη έκταση και για ποικίλους σκοπούς. Η παλαιότερη και απλούστερη μορφή κ. είναι ο… …   Dictionary of Greek

  • κροκέτα — η σφαιρικό ή κυλινδρικό παρασκεύασμα από πουρέ πατάτας, κιμά, ψάρι κ.λπ., πασπαλισμένο με τριμμένη φρυγανιά και βουτηγμένο σε χτυπημένο αβγό πριν από το τηγάνισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. croquette < γαλλ. croquet «κριτσανίζω, μασουλώ», λ. που… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»